- ὕφαιμοι
- ὕφαιμοςsuffused with bloodmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρωδίγξ — και ῥώτιγξ, ιγγος, ἡ, Α στον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες (κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ.… … Dictionary of Greek
ύφαιμος — ον, Α 1. γεμάτος αίμα, καταματωμένος («ώστε ὕφαιμοι μὲν oἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐγένοντο», Δημοσθ.) 2. (για την ιδιοσυγκρασία, κράση ή για την επιδερμίδα) αιματώδης·3. (κυρίως για άλογο) ζωηρός, θερμόαιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) … Dictionary of Greek